Ψήγματα ιστορίας και ανάλυση της λέξης «Ταμπούρι»

Η Ιστορία του Καφενείου

Χαρακτηρίσαμε τη λέξη ταμπούρι ως πολύσημη, γιατί εδώ τη χρησιμοποιούμε με πολλές σημασίες:

α). Η λέξη ταμπούρι κυριολεκτικά (ως βουνοκορφή)

Το Ταμπούρι είναι μία από τις πιο ψηλές κορυφές του Σμόλικα, του δεύτερου ψηλότερου βουνού της Ελλάδας (2.637 μέτρα) μετά τον Όλυμπο (2.918 μέτρα). Βρίσκεται στην καρδιά των οροσειρών της Πίνδου. Στην «αγκαλιά» του Ταμπουριού, στους νοτιοανατολικούς πρόποδές του, κοντά στον ποταμό Σαραντάπορο βρίσκεται και το χωριό μας, η Δροσοπηγή (Κάντσικο), Ιωαννίνων. Είναι μία, ― «χαρισματική», θα την έλεγα από στρατιωτική άποψη ―, βουνοκορφή στην καρδιά της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται σε θέση-κλειδί ανάμεσα στην κορυφογραμμή: Προφήτης Ηλίας -Ταμπούρι, ύψωμα Γύφτισσα και ύψωμα Μπολιάνα.

Το έδαφος της περιοχής της Πίνδου στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά δύσβατο, με τις απότομες χαράδρες, τα πυκνά δάση και τα ατελείωτα βουνά, καθιστώντας την προσέγγιση της κορυφογραμμής πολύ δύσκολη και μόνον από τη μεριά της Δροσοπηγής είναι ομαλότερη και βατή, γι’ αυτό και η ιστορία του χωριού είναι στενά δεμένη με την ιστορία του Ταμπουριού, το οποίο βρισκόταν ανέκαθεν στο επίκεντρο του θεάτρου των επιχειρήσεων όλων των πολεμικών γεγονότων της μακραίωνης Ιστορίας. Και τούτο γιατί όποιος εξουσιάζει στρατιωτικά, αυτήν την κορυφογραμμή, ελέγχει ολόκληρη την κοιλάδα του Σαρανταπόρου, η οποία είναι η φυσική οδός και το μοναδικό πέρασμα προς τη Μακεδονία. Στο τέρμα αυτής της κοιλάδας, στους πρόποδες και σε μικρή απόσταση από το Ταμπούρι, βρίσκεται –όπως είπαμε- και η Δροσοπηγή (Κάντσικο), η οποία στο διάβα των αιώνων βίωσε τη ζωή και τις πολεμικές περιπέτειες του.

Η Ιστορία του Καφενείου

Το Ταμπούρι ως οχυρό υπήρξε ο κυματοθραύστης όλων των εισβολέων και κατακτητών που γνώρισε ο τόπος μας.

Εδώ στο Ταμπούρι παρατάχθηκε ο γαλλικός στρατός κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, που, δυστυχώς, τον χάσαμε μαζί και τη Βόρειο Ήπειρο.

Εδώ – στο Ταμπούρι - έγιναν τα πιο μεγάλα ανδραγαθήματα και γράφτηκαν οι πιο λαμπρές νίκες του στρατού μας κατά τον πόλεμο του 1940-1941, όπου τα παλικάρια του Δαβάκη (με κολαούζο Καντσιώτες στρατιώτες, ανάμεσά τους και ο Χρήστος Λέκκας του Ιωάννου, που από κρυφά μονοπάτια οδήγησαν στα νώτα του εχθρού) συνέτριψαν την περίφημη – ανίκητη κατά Μουσολίνι-ορεινή ταξιαρχία «Τζούλια», άλλαξαν τον ρου της νεότερης ιστορίας και ανάγκασαν τους τότε κραταιούς ηγέτες του κόσμου να πουν ότι: «Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες»[Τσόρτσιλ], και: «Όταν νικήσουμε, θα μπούμε στη Βουλγαρία ως τιμωροί, στη Γιουγκοσλαβία ως ελευθερωτές και στην Ελλάδα ως προσκυνητές» (Στάλιν).

Εδώ γράφτηκαν και οι πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όπου όλες οι οξιές, όλα τα έλατα και όλα τα πεύκα του Ταμπουριού, ποτίστηκαν με το αδελφοκτόνο χυμένο άδικο αίμα των παλικαριών εκείνης της γενιάς…!

β). Η λέξη «ταμπούρι» ετυμολογικά

Η λέξη «Ταμπούρι», ετυμολογικά ερμηνευμένη, σημαίνει «προμαχώνας», «οχυρό», ισχυρή «αμυντική θέση».

Με την τελευταία αυτή έννοια η λέξη ταμπούρι χρησιμοποιήθηκε πολύ στο Δημοτικό Τραγούδι κατά την επανάσταση του 1821, με το οποίο οι κλέφτες περιέγραφαν «της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια»: «Ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι, και στα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι».

Η Ιστορία του Καφενείου

Το δημοτικό τραγούδι, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ν. Γ. Πολίτης: «Όχι μόνον ως ισχυρώς κινούντα την ψυχήν δια το απέριττον κάλλος, την αβίαστον απλότητα, την πρωτοτυπίαν και την φραστικήν δύναμιν και ενάργειαν, αλλά και ως ακριβέστερον παντός άλλου πνευματικού δημιουργήματος του λαού εμφαίνοντα τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έθνους». [Ν. Γ. Πολίτης στις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού».]

γ) Η λέξη «ταμπούρι» μεταφορικά

Τέλος η λέξη ταμπούρι χρησιμοποιείται και με μεταφορική σημασία, όταν δηλώνει: διαφύλαξη ιστορικών, πολιτιστικών και πολιτισμικών στοιχείων, όπως τη χρησιμοποιούμε στην προκειμένη περίπτωση.



Η Ιστορία του Καφενείου

Πρώτη περίοδος (1850-1915)

Ιδιοκτήτες οι αδελφοί Μήτρος και Αντώνης Κουτουλούλης

Σκαλίζοντας μνήμες και κιτάπια, βρίσκομε πώς οι πρώτες πληροφορίες για το καφενείο μας λένε ότι ιδρύθηκε το 18ο αιώνα, από τα αδέλφια Μήτρο (Δημήτριο) και Αντώνη Κουτουλούλη, την ίδια, δηλαδή, εποχή που και στην ελεύθερη Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα γεννιούνται και τα πρώτα συστηματικά καφενεία, τα οποία βέβαια ως προς τη μορφή και τη λειτουργία πόρρω απείχαν από αυτήν του μαγαζιού του Μήτρου και του Αντώνη Κουτουλούλη. Εκείνα ιδρύονται στις ελεύθερες πόλεις, ετούτο στο τουρκοκρατούμενο χωριό, το Κάντσικο.

Μέχρι τότε δεν υπήρχαν μαγαζιά στο χωριό· η οικονομία ήταν κλειστή, δηλαδή, οι χωριανοί ζούσαν με ό,τι προϊόντα παρήγαγε ο τόπος τους. Τα υπόλοιπα (τσαρούχια, αλάτι, λάδι, αλογοπέταλα και τα παρόμοια) τα προμηθεύονταν είτε από τα παζάρια της Κόνιτσας ή της Χρούπιστας (Άργος Ορεστικό), είτε από τους πραματευτάδες (μεταπράτες). Η συναλλαγή πραγματοποιούνταν, με ανταλλαγή προϊόντων γιατί χρήματα δεν υπήρχαν πολλά, αλλά και αν υπήρχαν μόλις που επαρκούσαν «για ν’ ανάψουν ένα κερί στην εκκλησιά…». Την εργασία αυτή (ανταλλαγή προϊόντων) την έκαναν οι κερατζήδες και οι μικρέμποροι του χωριού: Ταξίδευαν στα κοντινά παραγωγικά κέντρα, αγόραζαν τα προϊόντα που κατά την εκτίμησή τους χρειάζονταν οι χωριανοί και γύριζαν και τα πουλήσουν. Μέσα μεταφορά ήταν τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια.

Τέτοιοι πλανόδιοι μικρέμποροι την εποχή εκείνοι ήταν και οι προ-προ-παππουδες μας: Μήτρος (Δημήτριος) και Αντώνης Κουτουλούλης. Αργότερα (εκεί γύρω στα 1850), απέκτησαν και μόνιμο στέκι, (σώζεται και διατηρείται μέχρι σήμερα), σε δομημένη επιφάνεια 35 m2.

Για την πορεία, τη ζωή και τις δραστηριότητες του μαγαζιού της πρώτης περιόδου, δηλαδή από την ίδρυσή του (1850), μέχρι το 1915, που μεταβιβάστηκε στο γιό τους Γιάννη Κουτουλούλη, λίγες, σκόρπιες, δυστυχώς πληροφορίες διαθέτουμε. Βρίσκουμε για παράδειγμα ότι ο Αντώνης Κουτουλούλης, ως Μουχτάρης του χωριού εκεί γύρω στα 1880, πρωτοστάτησε στην προσπάθεια για να αγοραστεί από τη Μπέϊσσα το τσιφλίκι της ΛΙΑΣΚΑΣ (βλ. «Καντσικο-Δροσοπηγή, καταγραφή για ένα μαστοροχώρι της Ηπείρου, Έκδοση της Αδελφότητας Δροσοπηγιωτών Κόνιτσας, 1993, σ. 63), και ότι, - όπως οι γεροντότεροι του χωριού θυμούνταν και διηγούνταν - ήταν το γεγονός ότι θεωρούσαν το μαγαζί ως «μαγαζί της αγάπης, ιδιαίτερα για τα παιδιά»: […] «Για τον πρώτο μπακάλη του χωριού, τον Αντώνη Κουτουλούλη, οι γέροντες θυμούνται την παρακάτω ιστορία: Κάθε χρόνο, στη γιορτή της Καθαρής Δευτέρας, ο γέρο-Κουτουλούλης κερνούσε τα παιδιά του χωριού καραμέλες. Τα μάζευε στου Τζωρ’ τ’ αλών, έξω από το μαγαζί και με τη χούφτα του έριχνε ψηλά τις καραμέλες και τα παιδιά σκοτώνονταν ποιο θα τις πρωταρπάξει. Αυτή η μέρα ήταν στα όνειρα κάθε παιδιού, αφού λόγω φτώχειας δεν είχαν καμιά δυνατότητα ν’ αγοράσουν τις λαχταριστές καραμέλες και τα ζαχαρωτά» (βλ. «ΚΑΝΤΣΙΚΟ-ΔΡΟΣΟΠΗΓΗ, Συγγραφή για ένα Μαστοροχώρι της Ηπείρου, σ. 99»).

Με τα πενιχρά έσοδα από το μαγαζί, και τα προϊόντα από την καλλιέργεια των αμπελιών, των χωραφιών και των κήπων οι προπάτορές μας προσπαθούσαν να τα φέρουν βόλτα και να συντηρούν αξιοπρεπώς την οικογένειά τους. Παράλληλα φρόντιζαν να μάθουν τα παιδιά τους και κάποιο επάγγελμα πέρα από τη γεωργία και τη «μαστορική», ακολουθώντας την παροιμία: «μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε…». Γι αυτόν ακριβώς το λόγο έστειλαν στη Φούρκα το γιο τους Γιώργο, και σπούδασε» την τέχνη του τσαγκάρη. Φαίνεται πως την εποχή εκείνη το επάγγελμα αυτό είχε μεγάλη πέραση. Διαβάζουμε: […] Ο Γιάννης Τζούμας, ήταν επίσης υπεύθυνος και για την τροφοδοσία των κλέφτικων ομάδων που λημέριαζαν στα γύρω βουνά του χωριού. Σε συνεννόηση με το Συμβούλιο των Δημογερόντων, οι κλέφτες προστάτευαν το χωριό από τις συμμορίες των Τουρκαλβανών. Για το σκοπό αυτό παίρνανε από το χωριό δέκα ζευγάρια τσαρούχια το χρόνο και τρόφιμα, που, όπως είπαμε, τους τα προμήθευε ο Γιάννης Τζούμας (ο. π., σ. 63)].

Δεύτερη περίοδος (1915-1956)

Ιδιοκτήτης ο Γεώργιος Ιωάννου Κουτουλούλης


Φάση λειτουργίας πρώτη (1915-1928)

Το 1915 τη σκυτάλη για τη συνέχιση της λειτουργίας του μαγαζιού παίρνει ο Γεώργιος Ιωάννου Κουτουλούλης, σε μια δύσκολη για το χωριό ιστορική συγκυρία : Οι Βαλκανικοί Αγώνες μόλις έχουν τελειώσει, ο Α΄ Παγκόσμιος βρίσκεται στο Ζενίθ του και η οικονομική κατάσταση του τόπου σε βαθιά ύφεση. Το μαγαζί, που μέχρι τότε δούλευε ως τσαγκάρικο,[«Το επάγγελμα του τσαγκάρη δεν ευδοκίμησε στο χωριό. Ο μόνος τεχνίτης τσαγκάρης που αναφέρει η ιστορία του χωριού ήταν ο Γεώργιος Κοτολούλης, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα» (ο.π.. σ. 101)] δεν αποδίδει πλέον τα αναμενόμενα, γι’ αυτό και ο Γιώργης το μετατρέπει σε καφενείο και μπακάλικο, αν και «βλέπει» πως οι μελλοντικοί οιωνοί δεν διαγράφονται ευνοϊκοί. Και δεν έπεσε έξω, γιατί ακολούθησαν φοβερά πράγματα : Πρώτα έρχεται ο εθνικός διχασμός ( το φοβερό αυτό σαράκι που έχει μέσα του ο Έλληνας, του τρώει τα σωθικά του και ανακόπτει κάθε φορά την προσπάθεια του τόπου να σταθεί στα πόδια του!), που τον ακολουθεί μια φοβερή πολιτική αστάθεια για περισσότερα από δέκα χρόνια: . Παραίτηση κυβέρνησης Βενιζέλου, εξορία του βασιλιά Κωνσταντίνου (1917), ξανάρθε η κυβέρνηση Βενιζέλου η οποία ηττήθηκε στις εκλογές του 1920 και επανήλθε ο βασιλιάς. Ακολουθεί η Μικρασιατική καταστροφή. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ θα εγκαταλείψει την Ελλάδα (18-12-1923), ενώ η Κυβέρνηση Παπαναστασίου θα ανακηρύξει (25-3-1924) την πρώτη Ελληνική Δημοκρατία, η οποία όμως θα είναι μικρής διάρκειας και θα αναπτυχθεί σε περιστάσεις εξαιρετικά δυσμενείς. Η πολιτική αστάθεια (τρεις κυβερνήσεις διαδέχεται η μια την άλλη μέσα σ’ ένα χρόνο) θα επιτρέψει στο στρατηγό Πάγκαλο να καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα και να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του (Ιούνιος 1925), την οποία όμως θα καταργήσει ένα άλλο πραξικόπημα οργανωμένο από το στρατηγό Κονδύλη (Αύγουστος 1926).

Η πολιτική αυτή αστάθεια, εύκολα το καταλαβαίνει κανείς, εκτός από τις κοινωνικές έχει και φοβερές οικονομικές επιπτώσεις σε όλους τους παραγωγικούς τομείς και ο λαός βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ανέχεια, στη φτώχεια και στη δυστυχία.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες παρέλαβε το μαγαζί ο προπάππος μας ο Γιώργος –άνθρωπος έξυπνος, εργατικός, μεθοδικός, οικονόμος και διορατικός- αφήνει στην άκρη την τέχνη του τσαγκάρη και μετατρέπει το μαγαζί σε «Μπακάλικο», γεμίζοντας τα ράφια στους τοίχους με «τα πάντα, όλα» τα χρειαζούμενα των νοικοκυριών του χωριού. Παράλληλα το μαγαζί λειτουργεί και ως καφενείο και ως … οδοντιατρείο, γιατί ο προπάππος, ο Γιώργος είχε και μια τανάλια («δοντάγρα», την έλεγε) και με βάση τη θεωρία «πονάει δόντι, βγάζεις δόντι» περνούσε στην πράξη και χωρίς αναισθητικό … ξερίζωνε το δόντι του πάσχοντα, ο οποίος δεν άντεχε τον πόνο όσο … ρακί και αν κρατούσε στο στόμα του και μετά το … κατάπινε…!

Παλεύοντας «με νύχια και με δόντια» επί μια δεκαετία, ο Γιώργης καταφέρνει όχι μόνο να διασώσει το μαγαζί αλλά και να αυξήσει την πελατεία του. Τώρα η περιορισμένη αρχική έκταση του μαγαζιού δεν επαρκεί. Ανάγκη για ανακαίνιση και επέκταση, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1926, με μια προσθήκη στο παλιό κτίριο που διπλασίασε τον ωφέλιμο χώρο και εξασφάλισε και μια καρέκλα δίπλα στα παράθυρα για …. Κουρείο!

Με τη μορφή αυτή το καφενείο άντεξε για δύο ακόμα χρόνια και τελικά έκλεισε το 1928.

Μετά το κλείσιμο του μαγαζιού ο ιδιοκτήτης του πιάνει τώρα την άλλη τέχνη που ήξερε καλά· αυτήν του «μάστορα»-κτίστη. Συμμετέχει στα Καντσιώτικα μπουλούκια και παίρνει σβάρνα τις πόλεις και τα χωριά της υπαίθρου και όπου βρίσκει μεροκάματο, δεν το αφήνει να περάσει· στρώνεται στη δουλειά. Αξιώθηκε η χάρη του να εργαστεί ακόμα και στην κατασκευή των οχυρών του Ρούπελ.


Φάση λειτουργίας δεύτερη (1940-1941)

Δέκα ολόκληρα χρόνια χτίζει σπίτια, αχυρώνες και γιοφύρια. Όμως το μεράκι του είναι το μαγαζί και το εμπόριο στο DNA του και στην πρώτη ευκαιρία (εκεί γύρω στα 1939-1940), όταν στο χωριό εγκαταστάθηκε ένα τάγμα στρατού με ταγματάρχη κάποιον ΠΑΝΤΑΖΗ (όπως διηγείται ο γιος του Χρήστος Κοτολούλης) το ξανάνοιξε ως καφενείο με ποτά και τσιγάρα για τις ανάγκες του στρατού, συνεταιριζόμενος με τον Κώστα Καρανικούλη, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αμερική και διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια.

Η βάσκανη μοίρα όμως δεν άφησε το μαγαζί να προκόψει και πριν καλά-καλά στρώσει η δουλειά, κηρύχθηκε ο πόλεμος του 1940, ήρθαν οι Ιταλοί στρατιώτες και το διαγούμισαν: «Οι Ιταλοί», - διηγούνται σε μια συνέντευξή τους ο παππούς και η γιαγιά Μόρφω Κοτολούλη-, «ήρθαν στο χωριό από το δρόμο της Παναγίας με τα μουλάρια τους (μεταγωγικά) φορτωμένα εκτός από τον οπλισμό και τα πυρομαχικά τους και με βελέντζες που είχαν αρπάξει στο Ντέντσικο (Αετομελίτσα). Οι χωριανοί κλείστηκαν αμέσως στα σπίτια τους κατατρομαγμένοι. Μια αντιπροσωπεία από τον παπά, το Ντάφη (Παπαδημητρίου) και τον Κώστα Καρανικούλη, που ήξεραν Ισπανικά από τη ζωή τους στην Αργεντινή, τους υποδέχτηκαν στην είσοδο του χωριού και τους διαβεβαίωσαν πως από τους χωριανούς κανείς δεν θα τους πειράξει. Μόλις έφυγε η αντιπροσωπεία, οι Ιταλοί μπήκαν μέσα στο χωριό, άνοιγαν με τις κλωτσιές τις πόρτες των σπιτιών και άρχιζαν κι εδώ το πλιάτσικο, ενώ συγχρόνως φώναζαν: «Γκαλίνα - Γκαλίνα» και έψαχναν για κότες. Όταν τις εύρισκαν, τις έπιαναν, τους έστριβαν το λαρύγγι, έπιναν το αίμα τους και τις πέταγαν… Κάποτε έφτασαν και μπροστά στην πόρτα του κλειδωμένου μαγαζιού. Με σπρωξιές και κλωτσιές προσπαθούσαν να την παραβιάσουν. Τους είδε πέρα από το Πηγαδούλι ο πατέρας μου (λέει ο Χρήστος Γ. Κοτολούλης) και πηγαίνοντας προς το μέρος τους, τούς έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσουν και θα τους ανοίξει. Έτσι και έγινε: Άνοιξε την πόρτα και μπήκε πρώτα ο αξιωματικός, πήρε τσιγάρα και άλλα πράγματα, έδωσε και μια απόδειξη στον πατέρα μου και βγήκε. Αμέσως μετά μπήκαν οι υπόλοιποι· Άρπαξαν ό,τι βρήκαν και δεν βρήκαν (τσιγάρα, σπίρτα, ποτά, γλυκά κλπ) και σε κάποια στιγμή είδαν και τη γκλαβανή που οδηγούσε στο υπόγειο που είχαμε τα κρασιά: Vino - Vino, άρχισαν να φωνάζουν και κατέβηκαν στο υπόγειο. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι Ιταλοί αντί για ποτήρια χρησιμοποιούσαν τα κράνη τους· τα γέμιζαν κρασί από τα βαρέλια και το κατέβαζαν … μονορούφι. Δεν άφησαν σταγόνα!». Μετά και από αυτήν τη λεηλασία το μαγαζί έκλεισε.

Στη συνέχεια, όπως είναι γνωστό, η Ιταλία ηττήθηκε κάτω από την πίεση του ελληνικού στρατού και οπισθοχώρησε στο εσωτερικό της Αλβανίας. Σε βοήθειά της έσπευσε η σύμμαχός της Γερμανία: Τον Απρίλιο του 1941 εισβάλουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα και παρά τους ηρωισμούς και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων στρατιωτών (Ρούπελ, στην κατασκευή των οχυρωματικών έργων που, όπως είπαμε και παραπάνω, είχε εργαστεί και ο παππούς ο Γιώργος, στη μάχη της Κρήτης κλπ.) μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1941 είχαν υποτάξει το σύνολο της χώρας. Γερμανική κατοχή τώρα!

Η Κατοχή, όπως είναι γνωστό και δεν χρειάζεται να αναφέρουμε λεπτομέρειες, επέφερε τεράστια δεινά στον ελληνικό λαό και προκάλεσε ανυπολόγιστες ανθρώπινες απώλειες (κυμαίνονται μεταξύ 300.000 και 770.000 αμάχων και 20.000 έως 35.000 στρατιωτών) και υλικές καταστροφές, που οδήγησαν σε πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.

Η γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα τερματίστηκε με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων τον Οκτώβριο του 1944. Αμέσως μετά ακολουθούν τα Δεκεμβριανά, μία από τις χειρότερες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας: Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων από την άλλη. Ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου 1944 με την αιματηρή κατάληξη του συλλαλητηρίου της Πλατείας Συντάγματος και τελείωσε τυπικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ήταν το προανάκρουσμα του Εμφυλίου Πολέμου (1946 - 1949), για την Ελλάδα.

Σε όλο αυτό το διάστημα (από την ημέρα, δηλαδή, που έκλεισε το μαγαζί μέχρι το τέλος των Δεκεμβριανών)ο παππούς ο Γιώργος ασχολείται με τα χωράφια του και παράλληλα γυρίζει στα χωριά ψάχνοντας για μεροκάματο ως χτίστης. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις διηγήσεις του γιού του Χρήστου: (βλ. «Διηγήσεις του πατέρα, ιστορία 1η»): «Ήτανε τα χρόνια της Κατοχής, 1941 με 1942. Εκείνον τον καιρό, δεν είχαμε να φάμε και πηγαίναμε στο Τσάμικο Θεσπρωτίας και αλλάζαμε σιτάρι και καλαμπόκι με λάδι και αλάτι. Μετά πηγαίναμε στη Μακεδονία και εκεί κάναμε το ίδιο, λάδι και αλάτι με σιτάρι και καλαμπόκι. Είδος με είδος, έτσι ήταν τότες.

»Ξεκίνησε και ο πατέρας μου και πήγε στους Φιλιάτες της Θεσπρωτίας για να κάνει αυτή τη δουλειά. Εκεί που πήγε βρήκε ένα Τούρκο που ήθελε να χτίσει ένα σπίτι. Εκείνη την εποχή υπήρχαν και Τούρκοι εκεί. Συμφώνησε να πληρωθεί σε είδος, συγκεκριμένα με λάδι. Ήταν από ένα χωριό, τους Φιλιάτες, το χωριό όμως δεν το θυμάμαι. Ήρθε στο χωριό και στους δικούς μας, το θείο Τάκη και το θείο Νικόλα, και σε κάτι άλλους χωριανούς και κάνανε μία παρέα (μπουλούκι το λέγανε στα κουδαρίτικα):

»Ξεκινήσαμε από το χωριό το φθινόπωρο και κάναμε μέχρι να φτάσουμε ημέρες 4. Το χωριό, που ήταν η δουλειά, ήταν κοντά στους Φιλιάτες, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά του. Τ’ αφεντικά μας δέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Για να μένουμε μας έβαλαν σ’ ένα παλιό σχολείο κι εκεί μέσα είχανε φόκια τα φύλλα από τα καλαμπόκια, έτσι τα λέγανε. Την επόμενη ημέρα άρχισε η δουλειά. Η συμφωνία ήταν να μας ταΐζουν κιόλας. Το ψωμί ήταν σκέτη μπομπότα από καλαμποκίσιο αλεύρι, κάθε μέρα. Αλλά εκείνο που θυμάμαι μέχρι και σήμερα είναι τυρί φέτα με το γάρο (την αλμύρα) και ρίχνανε και ωμό λάδι, ήταν πολύ ωραίο.

»Το σπίτι ήταν διώροφο και χτίστηκε όλο με πέτρα, τα παράθυρα ήταν θολωτά και αυτά τα πελεκούσε ο θείος Δημητράκης, που ήταν ο καλύτερος μάστορας. Εκεί που μέναμε ήταν γεμάτο με ψείρες και γεμίσαμε όλοι. Κάθε Κυριακή που καθόμασταν, βγάζαμε τις φανέλες και τα άλλα ρούχα στον ήλιο για να φύγουν οι ψείρες.

»Όταν τελείωσε το σπίτι και το αφεντικό μας έδωσε το λάδι που είχαμε συμφωνήσει, το μεταφέραμε στο χωριό με τουλούμια. Στο χωριό μας τα τουλούμια ήταν από δέρμα κατσικίσιο, ειδικά φτιαγμένα για τη δουλειά αυτή. Έτσι επιστρέψαμε στο χωριό μας».

Έτσι φθάσαμε στο 1945, τη χρονιά που ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος τελείωσε. Στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο η είδηση-αναγγελία της ήρθε στις 8/9 Μαΐου του 1945, με τη συνθηκολόγηση της χιτλερικής Γερμανίας.

Στην αναγγελία αυτής της είδησης ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους και στις πλατείες φωνάζοντας: «Ποτέ πια πόλεμος - ποτέ πια φασισμός». Αυτό ήταν το κυρίαρχο σύνθημα, ευχή και υπόσχεση ταυτόχρονα. Ήταν ένας από τους μαζικότερους λαϊκούς πανηγυρισμούς που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη και ο Κόσμος.

Όλοι πίστεψαν πως «Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα» (όπως είπε και η Σκάρλετ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος», φιλμ του 1939).

«»Αύριο», λες,
και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο
το πελώριο ποτέ» (Γιάννης Ρίτσος).

Μέσα στους «όλους», που πίστεψαν στο «καλύτερο αύριο», συμπεριλαμβάνεται και ο προπάππος μας ο Γιώργος Κοτολούλης και αποφάσισε να ανοίξει ξανά το μαγαζί: Και το άνοιξε το 1946. Διαψεύστηκαν όμως τραγικά οι ελπίδες που είχαμε ότι πόλεμος δεν θα ξαναγίνει ποτέ πια, γιατί αμέσως μετά ήρθε ο εμφύλιος (1946-1949). Το μαγαζί δούλεψε για δύο περίπου χρόνια, λεηλατήθηκε επανειλημμένα από τους αντάρτες κατά τη διάρκεια του πολέμου και τελικά έκλεισε, ερήμωσε και πάλι μέχρι τη λήξη του εμφυλίου ( Γράμμος, 29 Αύγουστου 1949).


Φάση λειτουργίας Τρίτη( 1950-1956)

Μετά τη λήξη του εμφυλίου, η Ελλάδα - και το χωριό μας φυσικά - προσπαθεί να μαζέψει ό,τι έχει μείνει όρθιο από τους πολέμους και να βρει και πάλι το βηματισμό της παίρνοντας, σαν τον Ανταίο, δύναμη από τη γη. Οι χωριανοί μας, όσοι έχουν απομείνει, ξαναστρέφονται στην καλλιέργεια των χωραφιών τους και σιγά-σιγά, (βοηθούσης … και της «ΟΥΝΤΡΑΣ»), αρχίζουν να ορθοποδούν. Κάπου φαίνεται να «χαράζει η Ανάπτυξη» και να αρχίζει η κανονική ζωή και ο παππούς ο Γιώργος, που πάντα έβλεπε μπροστά και μακριά, αποφασίζει, (1950) να βάλει πάλι μπρος τη λειτουργία του μαγαζιού: Στην αρχή το ξεκίνησε μόνο ως Καφενείο. Από το 1951 και μετά το μαγαζί αναπτύχθηκε και ως μπακάλικο και μανάβικο και τελικά ως «Παντοπωλείο», διαθέτοντας: Τρόφιμα, φρούτα, υφάσματα, ρούχα, παπούτσια, οικοδομικά υλικά, φάρμακα, καύσιμα κλπ.

Τα προϊόντα αυτά τα προμηθευόμαστε, όπως λέει ο Χρήστος Κοτολούλης,(βλ. «Ιστορίες του πατέρα», αριθ. 9):

  • Τα είδη μπακαλικής τα αγοράζαμε στα Γιάννενα από το χονδρέμπορο Μητσούλη - Κωστούλα.
  • Τα ποτά αγοράζαμε επίσης από τα Γιάννενα (ούζο, κονιάκ, λικέρ μέντα, τριαντάφυλλο, μπανάνα και άλλα, αυτά σερβίραμε τότε γιατί δεν είχαμε ρακί και κρασί· αμπέλια βάλαμε αργότερα) από τον Κώστα Ζάρα.
  • Τα γλυκά ταψιού τα αγοράζαμε στην Κόνιτσα, από το μαγαζί του Παπαμιχαήλ.

Η μεταφορά των προμηθειών αυτών γινόταν ως εξής:

Το Καλοκαίρι η μεταφορά από τα Γιάννενα στο Κεράσοβο (Αγία Παρασκευή σήμερα) γινόταν το Καλοκαίρι, (γιατί στο χωριό μας δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος), με τα φορτηγά του Τάκη Βαγενά, από την Κόνιτσα ή του Χρήστου Ζάρα από τον Πύργο. Τα αφήναμε σε μια μικρή αποθήκη. Τις άλλες μέρες πηγαίναμε με τα μουλάρια, φορτώναμε το εμπόρευμα και γυρίζαμε στο χωριό. Η διαδρομή διαρκούσε 3 έως 4 ώρες, γιατί οι πολλές στροφές και η ανηφόρα του Τσιρίβραχου μέχρι το Ταμπούρι ήταν πολύ δύσκολη. Το Χειμώνα, που έκλεινε από τα χιόνια ο δρόμος του Κερασόβου, η μεταφορά γινόταν με το φορτηγό του Αποστόλη Παπανώτη από το Πλικάτι στην Πυρσόγιαννη. Εκεί τα αποθηκεύαμε και τις επόμενες μέρες πηγαίναμε με τα μουλάρια, τα φορτώναμε και τα φέρναμε στο χωριό.

Τα είδη μαναβικής τα φέρνανε από το Επταχώρι, γιατί ήταν πιο φθηνά. Τα αγοράζαμε από τον Τάσο Τριανταφύλλου. Από τον ίδιο αγοράζαμε και τις μπύρες γιατί είχε την Αντιπροσωπία «ΦΙΞ», αυτή μόνο κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή.

Το Καλοκαίρι πηγαίναμε στο Επταχώρι μέσω Σαρανταπόρου και κάναμε 1 με 1,5 ώρα, ενώ το Χειμώνα χρειαζόμασταν περισσότερες από δύο ώρες, γιατί πηγαίναμε μέσω του βουνού «Κούτσουρο».

Θυμάται και συνεχίζει να διηγείται ο Χρήστος Κοτολούλης: «Εκείνα τα χρόνια τα λεφτά τα βγάζαμε με κόπους και με ιδρώτα. Ποτάμια, βροχές, χιόνια, πάγους. Είχαμε τρία μουλάρια που κάναμε τις μεταφορές και κάναμε 4 ώρες για να πάμε στην Πυρσόγιαννη. Όταν είχε το ποτάμι νερό πηγαίναμε άκρη-άκρη, όταν δεν είχε νερό κάναμε 3 ώρες. Αυτή τη δουλειά, την κάναμε εγώ, ο γαμπρός μου ο Στέργιος και ο ανεψιός μου ο Νίκος. Ποτέ η γυναίκα μου.».

Καλός, έμπειρος, τίμιος επαγγελματίας και με κοινωνική δράση στο χωριό ο παππούς ο Γιώργος (για παράδειγμα: Στις 5/7/1931 δημιουργείται επιτροπή για τη διαχείριση του κληροδοτήματος Ι. Λύτρα. Πρόεδρος της επιτροπής ο Γ. Κοτολούλης [ό.π.σ.14] Πρόεδρος σχολικής εφορείας κατ’ επανάληψη, εκκλησιαστικός επίτροπος κλπ.). Ξέρει την οικονομική κατάσταση κάθε χωριανού και όχι μόνο, όταν αυτός ψωνίσει και στο τέλος του πει: «Γράφτα και θα σε πληρώσω όταν γυρίσω από τα ξένα…», εκείνος τον κοιτάζει με κατανόηση στα μάτια, του λέει ένα: «καλά!», βγάζει μετά το κατάστιχο με τα βερεσέδια, σαλιώνει τη μύτη του μολυβιού και προσθέτει μία ακόμα «εγγραφή» δίπλα στην ήδη παραφορτωμένη «μερίδα» του πελάτη. Και, αν καμιά φορά στις πολύ-πολύ δύσκολες περιπτώσεις ξέρει πως η υπόσχεση δεν θα πραγματοποιηθεί, την ώρα που έγραφε άκουγε μέσα του τη φωνή του Μανώλη Χιώτη να τραγουδάει: « Αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ….», αντί να προσθέσει ένα ακόμα ποσό στα χρωστούμενα, τραβούσε ένα τρανό, τρανότατο «Χ» επάνω στη σελίδα και έκλεινε το τεφτέρι.

Παρά τις οικονομικές δυσκολίες όμως η κατάσταση μέρα με τη μέρα βελτιώνεται και ο κόσμος αρχίζει να ξανοίγεται και να το ρίχνει «και λίγο έξω»: «Κάθε βράδυ γίνονταν γλέντια με το γραμμόφωνο. Κάθε Κυριακή, στην αλάνα του Τζώρ (Σούφλα), βγάζαμε το χωνί του γραμμόφωνου από το παράθυρο του μαγαζιού και μαζί αγόρια και κορίτσια χορεύαμε. Μπορεί να ήταν δύσκολα χρόνια μα ήταν και καλά», διηγείται ο Χρήστος Κοτολούλης.

Η καλή φήμη του μαγαζιού και η τιμιότητα του μαγαζάτορα δεν αργούν να διαδοθούν στην ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα το πελατολόγιο όλο και να μεγαλώνει αφού έρχονται για ψώνια και από τα διπλανά χωριά: Ζέρμα, Λυκόρραχη, Λαγκάδα κλπ. Ανάγκη για προσαρμογή στη νέα κατάσταση και μάλιστα από τον καινούργιο ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

Τρίτη περίοδος (1957-1995)

Ιδιοκτήτης Χρήστος -Γεωργίου και Δέσπως- Κοτολούλη (1957-1995)

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς μέχρι το τέλος του 1956 ήταν στα χέρια του παππού Γεωργίου Ιωάννου Κουτουλούλη. Βοηθοί του ο γιος του Χρήστος και ο γαμπρός του Στέργιος. Μακρής (Τρίχας, ήταν το παρατσούκλι του). «Ωρίμασε», ο καιρός και ήρθε η ώρα να αποτραβηχτεί, τουλάχιστο στα χαρτιά, από την ενεργό δράση ο παππούς ο Γιώργος. Έτσι το 1957 το μαγαζί πέρασε στα χέρια του Χρήστου Γεωργίου και Δέσπως Κοτολούλη.

Η ανοδική πορεία του μαγαζιού συνεχίζεται. Οι κάτοικοι του χωριού με τον επαναπατρισμό και των Καντσιωτών από τις ανατολικές χώρες αυξάνονται. Τώρα ξεπερνούν τις 150 οικογένειες (700 με 750 άτομα), εκτός από τα γύρω χωριά. Το μαγαζί δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί επαρκώς στις αυξημένη ζήτηση. Για το λόγο αυτό παίρνεται η απόφαση να δημιουργηθεί ένα κατά κάποιο τρόπο «Παράρτημα», το οποίο θα εξυπηρετεί και τη γύρω περιοχή. Το μαγαζί αυτό θα το δούλευε βασικά ο γαμπρός μας ο Στέργιος Μακρής (Τρίχας).


Η Μπαράγκα

Κατάλληλος χώρος για τη δημιουργία αυτού του νέου μαγαζιού θεωρήθηκε ένα χωράφι δίπλα στο Καντσιώτικο γιοφύρι στο Σαραντάπορο για δύο λόγους: πρώτον γιατί βρίσκεται περίπου σε μέση απόσταση από τα χωριά: Ζέρμα, Λυκόρραχη, Λαγκάδα, Χρυσή (Σλάτνα) τα οποία θα εξυπηρετούσε και δεύτερον γιατί το Καλοκαίρι, που δεν είχε πολύ νερό το ποτάμι, ερχόταν το αυτοκίνητο μέχρι το γεφύρι και θα ήταν εύκολη η μεταφορά των εμπορευμάτων.

Έτσι λοιπόν, στήθηκε δίπλα στο γεφύρι μια πρόχειρη κατασκευή με τσίγκους. Της δώσαμε και την επωνυμία «Μπαράγκα». Εφοδιάστηκε στην αρχή με τρόφιμα (κυρίως άλευρα) και στη συνέχεια και με άλλα είδη μπακαλικής και όχι μόνο. Έτσι ξεκίνησε. η λειτουργία του μαγαζιού και μάλιστα με τιμές κατά τι φθηνότερες. Οι προβλέψεις δικαιώθηκαν. Από τα γύρω χωριά . όλοι, σχεδόν, ψωνίζουν από τη «Μπαράγκα».

Τα δυο μαγαζιά διαθέτουν αφθονία και ποικιλία εμπορευμάτων, που ικανοποιούν όλες τις ανάγκες των πελατών: «Εμείς», λέει ο Χρήστος Κοτολούλης, « στο μαγαζί φέρναμε υφάσματα, έτοιμα ρούχα, ό,τι χρειάζονταν· είχαμε και παπούτσια, μπότες, παντόφλες και παιδικά πάνινα. Τα φέρναμε από την «Αλυσίδα» που είχε έδρα στην Θεσσαλονίκη. και αντιπρόσωπο στα Γιάννενα το Νίκο Μακρή. Τα υφάσματα τα αγοράζαμε από τον Θανάση Ντενεχτσή και τα έτοιμα ρούχα από τον Θωμά Σχίζα. Φέρναμε και γυαλικά. Τότε ο κόσμος δεν είχε τίποτα και τα έπαιρναν όλα από εμάς. Αλλά τα βερεσέ ήταν πολλά, έτσι κι εμείς τα παίρναμε «επί πιστώσει» από τους εμπόρους».

Αυτή η εμπορική των κίνηση των μαγαζιών κράτησε όλη τη δεκαετία του 60 μέχρι, που άνοιξε ο δρόμος που ένωσε την Κόνιτσα με το Επταχώρι και φυσικό επακόλουθο ήταν να κλείσει η «Μπαράγκα», αλλά «μας ήρθαν και όλα τα καλά», λέει ο Χρήστος Κοτολούλης: « Δρόμος, ρεύμα, νερό, λεωφορείο και άλλαξε λίγο η ζωή μας».

Μετά το 1970 τα πράγματα αλλάζουν. Το χωριό σιγά-σιγά «αδειάζει» από κόσμο. Αρχίζει η αστυφιλία και ο κόσμος φεύγει για τα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Καστοριά κλπ.) αλλά μεταναστεύει και στην Ευρώπη (κυρίως Γερμανία) και την Αυστραλία.

Στο τέλος της δεκαετίας ο μαρασμός του χωριού έχει συντελεστεί. «Από 554 κατοίκους που αναφέρονται στην απογραφή του 1961, έχουν απομείνει το 1979 περίπου 130 μόνιμοι κάτοικοι στο χωριό.

» Τα επόμενα χρόνια η ερημιά μεγαλώνει: Τα σχολεία, Δημοτικό και Νηπιαγωγείο, κλείνουν. Παπάς δεν υπάρχει σε μόνιμη θητεία και από τα 130 κατοικήσιμα σπίτια έχουν ερημώσει ή κλείνουν εποχιακά τα 60 ή 70.

»Οι παρέες των μαστόρων έχουν διαλυθεί. Οι περισσότεροι παραδοσιακοί πετράδες έχουν συνταξιοδοτηθεί. Τα χωράφια έχουν εγκαταλειφθεί και οι γεωργικές δουλειές τελείωσαν για πάντα» (βλ. βιβλίο χωριού σ. 47).

Μέσα σε αυτό το μελαγχολικό τοπίο του έρημου χωριού πορεύτηκε και επιβίωσε το μαγαζί μέχρι το 1995, που ο Χρήστος συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος. Το καφενείο τώρα «πέρασε» στο όνομα της συντρόφου της ζωής του ΕΥΜΟΡΦΙΑΣ ΚΟΤΟΛΟΥΛΗ.

Τέταρτη περίοδος (1995-2015)

Ιδιοκτήτρια Ευμορφία Κοτολούλη

Η μεταβίβαση στην Ευμορφία της διαχείρισης του μαγαζιού ήταν εντελώς τυπική και μόνο, για να είναι το μαγαζί νομικά εντάξει. Στην ουσία ο παππούς ο Χρήστος δεν εγκατέλειψε ποτέ την καρέκλα πίσω από το τεζάχι του μαγαζιού και μέχρι την τελευταία χρονιά (2015) φρόντιζε ώστε το κατάστημα να διαθέτει όλα όσα χρειάζονταν χωριανοί, έστω και σε μικρές ποσότητες.

Το 2015 η επαγγελματική καριέρα του παππού του Χρήστου ολοκληρώνεται. Η οικογένεια αποφάσισε να ανακαινίσει το μαγαζί. Να το προσαρμόσει στις τωρινές συνθήκες της ζωής και να το ξαναζωντανέψει υπό την διαχείριση της Νέας Γενιάς, τον εγγονό Χρήστο Γεωργίου Κοτολούλη.


Γεράματα, καιρός για «Απολογισμό της ζωής».

Εξήντα και πλέον χρόνια στη δουλειά κάθε βράδυ ο Χρήστος, πριν κλείσει το μαγαζί, καθόταν στην καρέκλα πίσω από το τεζάχι, άνοιγε τα κιτάπια του και έκανε τον οικονομικό απολογισμό της ημέρας. Τώρα ήρθε η ώρα να κάνει και τον απολογισμό μιας ολόκληρης ζωής!

Ένα άψυχο χαρτί από τις αρμόδιες υπηρεσίες σου λέει ψυχρά: ότι με βάση τον Νόμο, σας απονέμεται «σύνταξη λόγω γήρατος»! … ― Τί μελαγχολική διατύπωση!…

Διαβάζεις, ξαναδιαβάζεις το χαρτί, μπας και έκανες λάθος! Μα όχι, το λέει καθαρά: «Λόγω γήρατος …»: Και τότε συνειδητοποιείς την κατάσταση, ξαφνιάζεσαι, απορείς και αναρωτιέσαι: «λόγω γήρατος…!», μα πότε πέρασαν τα χρόνια, εγώ δεν αισθάνομαι γέρος; …

Αλήθεια, πως ορίζονται τα γερατειά; Ο μόνος ορισμός που μπορούμε να δώσουμε είναι : πολύ προχωρημένη ηλικία ή ακόμη πληρέστερη ωριμότητα. Το σύνορο, το πότε αρχίζει η γεροντική ηλικία δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Ο καθένας, εάν αξιωθεί να ζήσει πολλά χρόνια, περνάει αυτό το στάδιο της ζωής με το δικό του ρυθμό και στο δικό του χρόνο.

Και αν στο διάβα της των δεκαετιών της ζωής του δεν έχει στη συνείδησή του το βάρος μιας αδικίας, του παραστέκει μια ελπίδα γλυκιά και «αγαθή τροφός του γήρατος», καθώς λέει ο Πίνδαρος· γιατί πραγματικά, όποιος περάσει τη ζωή του μ’ ευλάβεια και δικαιοσύνη:

γλυκιά η ελπίδα τον ακολουθά
συντρόφισσα στα γερατειά του,
που θεραπεύει την καρδιά
και κυβερνάει τα λογικά του.
Πίνδαρος

«Τα γερατειά απόληξη και στεφάνωμα του μακρού βίου [….]. Είναι μέστωμα της ζωής· αποθησαυρισμένη πείρα· καταλάγιασμα και ειρήνευση της ψυχής.

Στα νιάτα, ακόμα και στην ακμή της ηλικίας του, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ηρεμήσει. Δεν είναι μόνο οι φυσιολογικές ανάγκες που δεν τον αφήνουν ήσυχο, αλλά και τόσοι άλλοι περισπασμοί της ζωής: υποχρεώσεις προς την οικογένεια, προς την κοινωνία, αγώνας για τον βιοπορισμό, τη σταδιοδρόμηση στο επάγγελμα, μέριμνα για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται κτλ. κτλ.. Όλο αυτό το σκηνικό μεταβάλλεται την ώρα που ο ηλικιωμένος άνθρωπος αναθέτει στους νεότερους τα βάρη και τις ευθύνες, επειδή δεν μπορεί πια να τις σηκώσει, και αποσύρεται. […] βλέπει τώρα τον αγώνα της ζωής από απόσταση σαν «θεατής» όχι σαν «συμπαίκτης». […] Δεν τον χρειάζεται πια η ζωή της δράσης τον γέροντα· το κύμα τον έχει, κατά κάποιο τρόπο, ρίξει έξω στην ακρογιαλιά. Εάν όμως αυτό από ένα μέρος τον αχρηστεύει, από το άλλο του δίνει μια θέση προνομιακή: δεν είναι πια στο πέλαγος και τώρα μπορεί από την ήσυχη ακτή να παρατηρεί εκείνους που θαλασσοδέρνονται, να «καταλαβαίνει» τα βάσανά τους και όπου μπορεί να τους συμπαραστέκεται.

Οι «νέοι» οδεύουν με ορμή προς καινούργιες κατακτήσεις. Οι «γέροι» συντηρούν τα κεκτημένα, για να μείνουν, να γίνουν «παράδοση». Η συνεχής αλλαγή, η ακατάπαυστη ροή γίνεται στο τέλος καταλυτική. … Όταν ο καινοτόμος νέος σπεύδει να μεταβάλει τις ίδιες τις καινοτομίες του, δεν θα αφήσει τίποτα να ριζώσει. Χρειάζεται και ο συντηρητής- ο γέρος-. Αυτός που θα αποθηκέψει, θα ξεκαθαρίσει και θα βάλει σε τάξη τα αποκτημένα. Μόνο λοιπόν από τη διαλεκτική των δύο λειτουργιών μπορεί να γεννηθεί γόνιμη ιστορική ζωή· ανανέωση των παλαιωμένων θησαυρών από το ένα μέρος, και από το άλλο καταξίωση των νέων που έρχονται να μπουν στη θέση εκείνων. Να ανανεώνεις είναι ανάγκη, απόλυτη ανάγκη· αυτό είναι το ωραίο έργο της νεότητας. Αλλά εξίσου μεγάλη ανάγκη είναι όσα με την ανανέωση έχεις κερδίσει, να τα σταθεροποιείς, να τα τακτοποιείς και να τα παραδίνεις στις επόμενες γενεές· της προχωρημένης ηλικίας, αυτό είναι το μέγα χρέος (βλ. Ε. Π. Παπανούτσου, Πρακτική φιλοσοφία, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1973, σ. σ. 167-.177).

Και αυτό το χρέος ο παππούς ο Χρήστος το «εξόφλησε» με τον καλύτερο τρόπο. Τώρα, ήρθε η ώρα της ξεκούρασης και της ειρήνης: «Αναπαυτική, ήρεμη και γλυκιά σαν το γαλήνιο δειλινό μιας μεγάλης, τρικυμισμένης ημέρας»


Περισσότερο φωτογραφικό υλικό:

Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου Η Ιστορία του Καφενείου